ἡλωτός

ἡλωτός
ἡλωτός, ή, όν, ([etym.] ἡλόω)
A nailed, nail-shaped, Paul.Aeg.6.66.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… …   Dictionary of Greek

  • ἡλωτοῖς — ἡλωτός nailed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλωτούς — ἡλωτός nailed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”